- σηματοφόρος
- Παράκτιο κτίριο από το οποίο παρατηρούνται οι κινήσεις πλοίων και αεροπλάνων και λαμβάνονται και μεταβιβάζονται σήματα σχετικά με την ασφάλεια τους και τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Βρίσκεται σε υψηλό σημείο για να εποπτεύσει μεγάλη περιοχή και είναι χρωματισμένος με μεγάλα άσπρα και μαύρα τετράγωνα για να διακρίνεται από τα πλοία. Στο σηματοφόρο υπάρχουν διάφορες συσκευές και εγκαταστάσεις για τη μεταβίβαση ηλεκτρικών και ραδιοτηλεγραφικών σημάτων. Σηματοφόρος ονομάζεται και ο αυτόματος φωτεινός ρυθμιστής της τροχαίας των μεγάλων πόλεων.
* * *-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που φέρει σήμα που χρησιμεύει στην ανύψωση σήματος2. το αρσ. ως ουσ. ο σηματοφόροςο σημαφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.